- δροσίνα
- ηονομασία τού ψαριού Λευκίσκος* ο πελοποννήσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δροσινά — δροσινός neut nom/voc/acc pl δροσινά̱ , δροσινός fem nom/voc/acc dual δροσινά̱ , δροσινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)